- ὑποκριτής
- актёр
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὑποκριτής — one who answers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκριτής — ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι] 1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός 2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται αρχ. 1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι 2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων… … Dictionary of Greek
υποκριτής — ο θηλ. ίτρια 1. ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης του θεάτρου. 2. αυτός που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα, ο διπρόσωπος: Μην του έχεις εμπιστοσύνη είναι υποκριτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ГИПОКРИТ — • Ύποκριτής; см. Scenici ludi, Театральные представления, 6 … Реальный словарь классических древностей
ὑποκριταῖς — ὑποκριτής one who answers masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριταί — ὑποκριτής one who answers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτοῦ — ὑποκριτής one who answers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτῇ — ὑποκριτής one who answers masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτήν — ὑποκριτής one who answers masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτῶν — ὑποκριτής one who answers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek